Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

I Don't Think About You Anymore But, I Don't Think About You Anyless by Hungry Ghosts



Κι όμως γίνεται κι αυτό.
Όμορφος τίτλος, όμορφη εικόνα, όμορφη μελωδία.
Κάθε νότα, κάθε γύρισμα σε πλημμυρίζει συναίσθημα.

Και τώρα σσσσσσς!


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Παραλληλίες...

Βουητό. Κόσμος τριγύρω. Ανόητος...
Καμπάνες. Σου τρυπάν τα αυτιά σου λες και χαίρονται με αυτό. Σκασμός!
Αχ. Αλήθεια είπα. Δεν αντέχω, πάρε με μια αγκαλιά, να έτσι, σφιχτή!
Έι. Κάποιος μου πάτησε το ξιφοειδές μου κοκαλάκι. Πόνεσε αυτό ξέρεις..
Άντε. Φέρε κόλλα γρήγορα, ίσα που προλαβαίνουμε, διαλύεται σου λέω!
Μη. Μη το μαδάς σου λέω, όμορφο είναι μόνο έτσι. Ολόκληρο..
Μισό. Οι γούνες σε μαράνανε και τα μεγαλεία. Θέλεις...
Γλιστρίδες. Το τσαούλι σου πάει ροδάνι, αλλά εδώ σε θέλω... 
Πλέον. Ούτε τα μυστικά φυλαχτά των Μάγιας δεν σε σώζουν. Όπως τότε και τώρα!  
Κενό. Καρδία και μυαλό υπέστησαν εγκεφαλικό και τα αποτελέσματα αντίθετα ήταν: Ματώνεις λοιπόν!
Λόγια. Έτσι, όμως θα μάθεις τα σημαντικότερα: "Σε αγαπάω!"
Μέσα από εσένα....



Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

1507πΧ

Στους πιο κρυφούς ψιθύρους
Στις πιο δειλές κραυγές
Στα άπλυτα στρωσίδια των ονείρων
Στην παστρικότητα της ψυχής,
μέχρι εκεί.

Στη ζεστασιά της αγκαλιάς σου
Στα υγρά φιλιά σου
Στα πονηρά σου μάτια
μόνο εκεί.

Στο ποτέ, στο πριν, στο μετά,
στο γιατί.
Στην αλήθεια του ψέματος
Στο ψέμα της αλήθειας
Στην ανάγκη του έρωτα
Στην μοναξιά της αγάπης
για εκεί.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Για την E.


Αγαπητή Ε.,
           
            Άρχισα να γράφω διάφορα κι ίσως ασυνάρτητα μεταξύ τους πράγματα, αλλά είπα να τα σβήσω και να επικεντρωθώ σε πιο λίγα με κύριο θέμα μου τις ευχαριστίες για το μόνο «χάρηκα πολύ» που το ψέμα μου έγκειται πλέον  όχι στο ότι έβαλα ένα παραπανίσιο πολύ, μα στο ότι παρέλειψα να βάλω κάμποσα παραπάνω.
Πρώτα από όλα, λοιπόν, να σε ευχαριστήσω που υπάρχεις και γενικότερα και ειδικότερα, που είσαι φίλη μου ή μάλλον που είσαι αδερφή μου. Σε ευχαριστώ που με αγαπάς τόσο πολύ και τόσο ειλικρινά που ποτέ δεν αμφιβάλλω για την αγάπη σου, που είσαι τόσο μακριά μου μα τόσο κοντά μου έτσι ώστε να μη νιώθω ποτέ μόνη. Θα κάνω μέρες να σου μιλήσω, βδομάδες ίσως και δε θα έχει καμία σημασία, θα συνεχίσουμε να μιλάμε σαν να μιλούσαμε κάθε μέρα, θα πιάσουμε τα θέματα από εκεί που τα είχαμε αφήσει και μόνο απομακρυσμένες δε θα νιώθουμε η μία από την άλλη. Σε ευχαριστώ κιόλας γιατί παρά αυτή την απόσταση που μας χωρίζει όταν αναρωτιέμαι πού είσαι ξέρω ότι είσαι εδώ δίπλα μου να μου κρατάς το χέρι όταν κλαίω κι όταν είμαι θλιμμένη, να μου κρατάς και το χέρι όταν είμαι χαρούμενη και να χαίρεσαι μαζί μου. Να με ακούς, να σε ακούω, να αλληλο-συμβουλευόμαστε γνωρίζοντας ότι η σωστή συμβουλή είναι εκείνη που οδηγεί στην ευτυχία, να φροντίζουμε η μία την άλλη. «Θέλω να είσαι καλά μου λες.» και ξέρεις το πιστεύω. Το ακούω στη φωνή σου, το βλέπω στο καθαρό σου βλέμμα. Σε ευχαριστώ που με δέχεσαι όπως είμαι, που με βλέπεις με όλη τη γύμνια μου, που δεν με κατακρίνεις όχι από ευγένεια ή ντροπή, αλλά επειδή δε σου περνάει καν από το μυαλό. Σε ευχαριστώ που θες να με ξέρεις και που μου επιτρέπεις να μαθαίνω και εγώ εσένα.
Κι αν η φιλία η πραγματική είναι δύσκολη υπόθεση, το να βρεις το άλλο σου μισό, την αδερφή ψυχή σου τι είναι; Κι όμως εγώ το βρήκα σε εσένα κι είμαι σίγουρη πως ότι ζούμε είναι αληθινό. Είσαι το μικρό μου σπανιελάκι και νιώθω υπέρ τυχερή που σε έχω. Ίσως να μη μας βγήκαν τα πράγματα όπως τα θέλαμε κάποτε, αλλά και πάλι δεν πειράζει. Μέσα σε ένα χρόνο κέρδισα πιο πολλά από ποτέ. Κέρδισα μια όμορφη σπανιότητα, κέρδισα τον άνθρωπο που θα με ακούει ακούραστα σε κόσμο πραγματικό ή φανταστικό και θα νοιάζεται και θα με παρηγορεί και θα με κάνει χαρούμενη και θα με κάνει να θέλω να του ανταποδώσω τα πάντα με χαρά πολύ μεγαλύτερη από μεγάλη.         
            Δεν ξέρω τι επίλογο να βάλω τώρα. Τι σημασία έχουν άλλωστε αυτά τα ψιλά; Απλά ήθελα να πω κάποια πράγματα που ακόμα κι αν περιπλανιούνται στην ατμόσφαιρα χωρίς πότε να αποτυπώνονται,  καλό είναι πού και πού να τα μοιραζόμαστε, στα φανερά ή όχι, και να δίνουμε τα εύσημα σε αυτούς που το αξίζουν.

Σε αγαπάω, πολύ!



 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Το Γάλα


           Στο Γάλα πήγαινε να δεις. Τη γη την έφαγε το κύμα κι η θάλασσα όλο τον βράχο περιτριγυρίζει και εκείνος πάντα της αρνείται.  Άργιλος και κοφτερά νύχια όλο το τοπίο. Θαυμασμός και τρόμος, δέος και πρόκληση να το κατακτήσεις. Είναι δύσκολο και σε φοβίζει, όμως προσπαθείς να προβείς με κινήσεις άμεσες κι όχι βεβιασμένες στην κατάκτηση αυτή. Με βήμα αργό και σταθερό προχωράς και προσέχεις μη τυχόν σε πληγώσει ο βράχος αυτός ή ο διπλανός του. Οι πατούσες ξαφνικά καλούνται να είναι σκληρές κι ευλύγιστες ταυτοχρόνως. Δεν μπορούν να είναι πολύ σκληρές, θα πληγωθούν χωρίς να το καταλάβουν. Αν δε είναι πολύ ευλύγιστες και πάλι θα χάσεις την ισορροπία σου κάτι που σίγουρα δε θες να συμβεί. Το πέλμα σου εναρμονίζεται με το έδαφος, ακολουθείς τις πτυχές του νιώθοντας μικρότερη ή μεγαλύτερη ασφάλεια. Κι έτσι θα σε αφήσει να τον αγγίξεις, να μάθεις από αυτόν και να σε συμπαρασύρει στον κόσμο του που θα γίνει και δικός σου. Θα σε αφήσει να δεις τη καρδιά του να πάλλεται αφρισμένη στο εσωτερικό του κι αν προσέξεις θα κολυμπήσεις στο ζουμί της και θα νιώσεις να αλλάζεις, ελεύθερος στα δεσμά της.



                                                                                                               
                                            



 

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

C'est lourd...


        Είναι κάποιες φορές που ήθελε να κάνει καλοκαίρι. Απλά καλοκαίρι. Θα ήταν σε ένα νησί, μικρό νησί, με λίγους κατοίκους και πολύ μπλε. Τα σπίτια θα ήταν μικρά, το πολύ δίπατα, πολύχρωμα, και με λουλούδια στα περβάζια, ενώ τα δαιδαλώδες πλακόστρωτα σοκάκια δεν θα έλλειπαν από το τοπίο. Θα ήταν και μικρός και θα είχε και μια φίλη που θα έμοιαζε στην «καπετάν Ζωή» που είχε διαβάσει κάποτε, μπορεί να ήταν κι αυτή, για να πηδάνε αριστερά και δεξιά στα βραχάκια σαν τα κατσίκια. Θα είχε πολλές παραλίες, κούτσικες, αλλά θα ήξερε μία που δεν θα είχε άμμο ούτε χρυσή, ούτε ασημένια, ούτε μαύρη ή κόκκινη (αμάν αυτή η άμμος που αρέσει σε όλο τον κόσμο!), μα πετραδάκια ανάκατα με μικρά-μικρά κοχυλάκια και μέσα στα βαθιά-βαθιά θα είχε άλλες πετρούλες πιο μεγάλες και πιο χρωματιστές, θα τις μπέρδευε και με τα ψάρια κλόουν ή τα κουνούπια της θάλασσας πού και πού. Το νερό θα ήταν δροσερό, όχι παγωμένο γιατί ήταν και λίγο κρυουλιάρης.
            Στο νησί δεν θα έμενε, θα ήταν μέρος του, δηλαδή ο ίδιος του ο εαυτός θα άνηκε στο νησί και θα αποτελούσε κομμάτι του, μικρό, μη φανταστείτε. Σε εκείνες τις θάλασσες θα μπορούσε να κολυμπήσει ελεύθερος επειδή έτσι το ήθελε. Πριν μπει στη θάλασσα βέβαια θα βούλιαζε τα πόδια του σε αυτό το παράξενο, ανάγλυφο έδαφος να πάρει λίγο από τη ζεστασιά που του είχε χαρίσει ο ήλιος που έφεγγε από το πρωί. Κι αφού έμπαινε, η θάλασσα θα τον αγκάλιαζε όπως όλα τα παιδιά της καλώς ορίζοντας τον. Σε εκείνο το σημείο θα γύρναγε στην παλιά του ηλικία, μόλις μερικά χρόνια μετά και θα κατάφερνε επιτέλους να νιώσει το μεγαλείο της μοναξιάς του, της στενοχώριας του, εκείνου του κενού που το προσδιόριζε μόλις λίγο πιο αριστερά από τη μέση του στέρνου του και στα δεξιά του στομαχιού του καθώς πλέον ήξερε πού είναι το στομάχι του. Το νερό θα τον χάιδευε και θα άφηνε τα δάκρυα να κυλήσουν σιωπηλά, αλλά να κυλήσουν, να αλαφρώσει για να μην πνιγεί.
       Μεγάλο το βάρος του όμως, υπέρογκο. Θέλει να κολυμπήσει, να κολυμπήσει πολύ μέχρις ότου να εξαντληθεί το κορμί, να κουραστεί, να διώξει μια στάλα έντασης και να πει «Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ, δεν θέλω.». Τότε, θα αρχίσει να βουλιάζει, γιατί έμαθε να αλλάζει γνώμη, μπρούμυτα καθώς θα μπορέσει να φωνάξει για πρώτη του φόρα για όσα θέλει, όσα του λείπουν, όσα τον πονούν κι ας ξέρει ότι τα ψάρια μιλούν ψαρίστικα και δεν τον καταλαβαίνουν. Ύστερα στο ανάσκελο η θάλασσα θα τον ρουφήξει στον πάτο με τις πολύχρωμές της πέτρες, όχι επειδή είναι κακιά, αλλά γιατί τον λυπήθηκε. Θα πηγαίνει όλο και πιο κάτω και θα απολαμβάνει τη θέα από τα χαμηλά, το γαλάζιο να γίνεται μπλε και τον εαυτό του να ανακουφίζεται.
            Αυτά τα λίγα θέλει, λοιπόν, κι αυτό πού και πού, να είπαμε όταν ξαναθυμάται τα βάρη του και δεν τον ελαφρύνει τίποτα, ούτε το κλάμα κι οι λυγμοί, ούτε οι φωνές, ούτε η σιωπή.
           

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Βροντερή σιωπή



Να θες να ουρλιάξεις
και φωνή να μη βγαίνει.
Να θες να κλάψεις
και τα δάκρυα να έχουν κολλήσει
στο πίσω μέρος των ζυγωματικών σου.
Να θες να είσαι δυνατή
και τη δύναμη σου να την κρατάν δεμένη
από τους καρπούς
δυο βουβοί κροταλίες
που παρίσταναν τάχα μου
τους χαμαιλέοντες.

Πού πήγε η φωνή σου;
Πού πήγε η κραυγή
εκείνη που με σθένος φράζει το στήθος σου;
Πού πήγες εσύ η ίδια;
Απούσα από το παρόν σου
κλαις πρόωρα το ανύρπακτο μέλλον
στη σιωπή του δωματίου
που μόνο ανακούφιση προσφέρει.

Κι όταν το πρώτο δάκρυ σου
κυλά,
ευεργετικά αλμυρίζει το στόμα σου,
σπαράζεις και βγάζεις τη ψυχή σου.
Θες να βγει όλη
να σε εγκαταλείψει
να αισθανθείς τον πόνο σου
για να μη σε πονάει άλλο πια.

Η ζωή είναι δύσκολη
γιατί η αγάπη μας
έχασε την αλλοτινή της ανιδιοτέλεια..
Εγώ είμαι απούσα
γιατί δεν το πιστεύω.
Είμαι εκεί
που με αγαπάς
και δεν μαγαπάς
κι
εγώ σε αγαπάω
αντί να σ αγαπώ.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Άριελ, Τσαρλς Μπουκοφσκι

Θεέ μου! Θεέ μου μεγαλοδύναμε!
Θα τελειώσουμε, λοιπόν,
στην άκρη ενός σκοινιού,
σ' ένα βρόμικο μπάνιο,
μακριά απ' το Παρίσι,
μακριά από τα στοργικά πόδια των γυναικών!

Τα πόδια μας κρεμάμενα
πάνω από την προστυχιά
του φθαρμένου δαπέδου,
το τηλέφωνο να χτυπά,
τα γράμματα ακόμη κλειστά,
τα σκυλιά να κατουράν' στο δρόμο...

Άλλοι δυνατότεροι από 'μένα
δεν κατάφεραν να τα βρουν
με την ζωή.

Ίσως έπρεπε να δείτε τον αδερφό μου το Μάρτυ:
ύπουλος, βρόμικος, αξιολάτρευτος.
Μια χαρά
τα πηγαίνει!