Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

C'est lourd...


        Είναι κάποιες φορές που ήθελε να κάνει καλοκαίρι. Απλά καλοκαίρι. Θα ήταν σε ένα νησί, μικρό νησί, με λίγους κατοίκους και πολύ μπλε. Τα σπίτια θα ήταν μικρά, το πολύ δίπατα, πολύχρωμα, και με λουλούδια στα περβάζια, ενώ τα δαιδαλώδες πλακόστρωτα σοκάκια δεν θα έλλειπαν από το τοπίο. Θα ήταν και μικρός και θα είχε και μια φίλη που θα έμοιαζε στην «καπετάν Ζωή» που είχε διαβάσει κάποτε, μπορεί να ήταν κι αυτή, για να πηδάνε αριστερά και δεξιά στα βραχάκια σαν τα κατσίκια. Θα είχε πολλές παραλίες, κούτσικες, αλλά θα ήξερε μία που δεν θα είχε άμμο ούτε χρυσή, ούτε ασημένια, ούτε μαύρη ή κόκκινη (αμάν αυτή η άμμος που αρέσει σε όλο τον κόσμο!), μα πετραδάκια ανάκατα με μικρά-μικρά κοχυλάκια και μέσα στα βαθιά-βαθιά θα είχε άλλες πετρούλες πιο μεγάλες και πιο χρωματιστές, θα τις μπέρδευε και με τα ψάρια κλόουν ή τα κουνούπια της θάλασσας πού και πού. Το νερό θα ήταν δροσερό, όχι παγωμένο γιατί ήταν και λίγο κρυουλιάρης.
            Στο νησί δεν θα έμενε, θα ήταν μέρος του, δηλαδή ο ίδιος του ο εαυτός θα άνηκε στο νησί και θα αποτελούσε κομμάτι του, μικρό, μη φανταστείτε. Σε εκείνες τις θάλασσες θα μπορούσε να κολυμπήσει ελεύθερος επειδή έτσι το ήθελε. Πριν μπει στη θάλασσα βέβαια θα βούλιαζε τα πόδια του σε αυτό το παράξενο, ανάγλυφο έδαφος να πάρει λίγο από τη ζεστασιά που του είχε χαρίσει ο ήλιος που έφεγγε από το πρωί. Κι αφού έμπαινε, η θάλασσα θα τον αγκάλιαζε όπως όλα τα παιδιά της καλώς ορίζοντας τον. Σε εκείνο το σημείο θα γύρναγε στην παλιά του ηλικία, μόλις μερικά χρόνια μετά και θα κατάφερνε επιτέλους να νιώσει το μεγαλείο της μοναξιάς του, της στενοχώριας του, εκείνου του κενού που το προσδιόριζε μόλις λίγο πιο αριστερά από τη μέση του στέρνου του και στα δεξιά του στομαχιού του καθώς πλέον ήξερε πού είναι το στομάχι του. Το νερό θα τον χάιδευε και θα άφηνε τα δάκρυα να κυλήσουν σιωπηλά, αλλά να κυλήσουν, να αλαφρώσει για να μην πνιγεί.
       Μεγάλο το βάρος του όμως, υπέρογκο. Θέλει να κολυμπήσει, να κολυμπήσει πολύ μέχρις ότου να εξαντληθεί το κορμί, να κουραστεί, να διώξει μια στάλα έντασης και να πει «Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ, δεν θέλω.». Τότε, θα αρχίσει να βουλιάζει, γιατί έμαθε να αλλάζει γνώμη, μπρούμυτα καθώς θα μπορέσει να φωνάξει για πρώτη του φόρα για όσα θέλει, όσα του λείπουν, όσα τον πονούν κι ας ξέρει ότι τα ψάρια μιλούν ψαρίστικα και δεν τον καταλαβαίνουν. Ύστερα στο ανάσκελο η θάλασσα θα τον ρουφήξει στον πάτο με τις πολύχρωμές της πέτρες, όχι επειδή είναι κακιά, αλλά γιατί τον λυπήθηκε. Θα πηγαίνει όλο και πιο κάτω και θα απολαμβάνει τη θέα από τα χαμηλά, το γαλάζιο να γίνεται μπλε και τον εαυτό του να ανακουφίζεται.
            Αυτά τα λίγα θέλει, λοιπόν, κι αυτό πού και πού, να είπαμε όταν ξαναθυμάται τα βάρη του και δεν τον ελαφρύνει τίποτα, ούτε το κλάμα κι οι λυγμοί, ούτε οι φωνές, ούτε η σιωπή.
           

3 σχόλια:

  1. σου εύχομαι καλό ταξίδι στους τόπους του καλοκαιριού, στην απρόσμενη χώρα των blog.
    μαζί σου, εύχομαι, πολύ να ταξιδέψουν…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ιδανικός θαλάσσιος θάνατος

    ΑπάντησηΔιαγραφή